γεώσφαιρα

γεώσφαιρα
η
η γήινη σφαίρα και κυρίως το στερεό μέρος της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γεώσφαιρα — η 1. η γήινη σφαίρα και κυρίως το στερεό τμήμα της 2. τεχνητή σφαίρα που αναπαριστά τη γη …   Dictionary of Greek

  • γεωσφαιρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεώσφαιρα …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γεωθερμική — Κλάδος της γεωφυσικής, που μελετά τη θερμική κατάσταση και την ιστορία του εσωτερικού της Γης. Η θερμότητα της ηλιακής ακτινοβολίας διαπερνά μόνο τα επιφανειακά στρώματα του φλοιού της Γης. Ωστόσο, καθώς αυξάνει το βάθος, παρατηρείται κανονική… …   Dictionary of Greek

  • γεωσφαιρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη γεώσφαιρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”